- ατροφία
- Ελάττωση του όγκου των κυττάρων και κατά συνέπεια των ιστών και των οργάνων. Διακρίνεται σε φυσιολογική α., που παρατηρείται σε ορισμένα όργανα και σε ορισμένη ηλικία, και σε παθολογική α., που οφείλεται σε διαταραχή της φυσιολογικής θρέψης του κυττάρου. Ποικίλα είναι τα αίτια που προκαλούν κυτταρική α.· αυτή είναι δυνατόν να παρατηρηθεί, π.χ., ύστερα από μακροχρόνια στέρηση της τροφής, κατά τη διάρκεια διαταραχών της κυκλοφορίας του αίματος με αποτέλεσμα την κακή οξυγόνωση των ιστών, επί λειτουργικής ανεργείας ενός τμήματος του σώματος ή όταν, πάνω σε ένα όργανο, ασκείται χρονίως μια πίεση που παρεμποδίζει τα φαινόμενα του μεταβολισμού.
* * *η (AM ἀτροφία) [άτροφος]1. στέρηση τροφής2. (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) ανεπαρκής θρέψηνεοελλ.η ελάττωση του μεγέθους ενός κυττάρου, οργάνου, ιστού ή μέλους του σώματος.
Dictionary of Greek. 2013.